- αβεβήλωτος
- η , ο [ος , ον ]1) неосквернённый; святой, священный; 2) чистый, незапятнанный;
μνήμη αβεβήλωτη — светлая помять (о ком-чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μνήμη αβεβήλωτη — светлая помять (о ком-чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβεβήλωτος — η, ο [βεβηλώνω] (για τόπο) αυτός που δεν βεβηλώθηκε … Dictionary of Greek
αβεβήλωτος — η, ο αυτός που δε βεβηλώθηκε, δεν έπαψε να είναι ιερός: Και στις σκληρότερες συγκρούσεις τα ιερά του αντιπάλου πρέπει να μένουν αβεβήλωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)